ποθοπλαντάζω

ποθοπλαντάζω
Ν
1. πλαντάζω από πόθο, αισθάνομαι σωματική δυσφορία και ψυχική αναστάτωση από έρωτα
2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ποθοπλανταγμένος, -η, -ο- σκασμένος, λαχανιασμένος από ερωτικό πόθο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”